δραστήριος

δραστήριος
δραστ-ήριος, ον,
A active, efficacious,

μηχανή A.Th.1046

;

φάρμακον E.Ion1185

;

ἀνὴρ δ. ἐς τὰ πάντα Th.4.81

;

τὸ δ.

activity, energy,

Id.2.63

. Adv.

-ίως Ph.1.104

, Jul.Ep.10, Hierocl. in CA26p.479M.
2 rarely in bad sense,

τὰ δεινὰ καὶ δ.

audacious deeds,

E.Or.1554

.
3 active, opp. passive, Plot.6.1.29; esp. in Gramm., of verbs, D.H.Th.24. Adv.

-ίως Syrian. in Metaph.82.31

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δραστήριος — active masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραστήριος — ια, ιο (AM δραστήριος, ον, Μ και ιος, ία, ον) 1. ενεργητικός, ικανός για δράση 2. γόνιμος, αποτελεσματικός αρχ. 1. αυτός που επιφέρει κακά αποτελέσματα, οδυνηρός 2. δουλικός …   Dictionary of Greek

  • δραστήριος — α, ο επίρρ. α 1. ενεργητικός, αυτός που έχει έντονη δράση: Ο βουλευτής του νομού μας είναι ένας δραστήριος πολιτικός. 2. αποτελεσματικός, δραστικός: Χάρη στις δραστήριες ενέργειες των μελών του συλλόγου μας συγκεντρώθηκαν χρήματα για την… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δραστηριώτερον — δραστήριος active masc acc comp sg δραστήριος active neut nom/voc/acc comp sg δραστήριος active adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραστηριώτατον — δραστήριος active masc acc superl sg δραστήριος active neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραστηρίως — δραστήριος active adverbial δραστήριος active masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραστήριον — δραστήριος active masc/fem acc sg δραστήριος active neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραστηριωτέρους — δραστήριος active masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραστηριωτέρῳ — δραστήριος active masc/neut dat comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραστηριώτατος — δραστήριος active masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραστηριώτεραι — δραστήριος active fem nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”